- ακαβούρδιστος
- ακαβούρδιστος, -η, -ο και ακαβούρντιστος, -η, -οαυτός που δεν καβουρντίστηκε καλά ή καθόλου, άψητος: Άφησες τον καφέ ακαβούρντιστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.